σκάνδαλο

σκάνδαλο
Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220 μ.).
* * *
το / σκάνδαλον, ΝΜΑ, και σκάνταλο Ν
καθετί που γίνεται αφορμή για έριδες, για διχόνοιες (α. «βάζει σκάνδαλα στην οικογένεια» β. «κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. καθετί που αντιβαίνει στα καθιερωμένα και θίγει το κοινό αίσθημα, που προκαλεί τη γενική αποδοκιμασία και κατάκριση (α. «κοινωνικό σκάνδαλο» β. «ερωτικό σκάνδαλο»)
2. δυσάρεστη κατάσταση ή γενική δυσφορία που προκαλείται ύστερα από την αποκάλυψη μιας ανήθικης, άτοπης ή παράνομης πράξης ή ενέργειας («η νοθεία σε ορισμένα εκλογικά κέντρα δημιούργησε τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο»)
3. φρ. α) «πέτρα τού σκανδάλου»
μτφ. αφορμή για φιλονικία, για έριδα
β) «πρόκληση σκανδάλου»
(νομ.) το να επιχειρεί κανείς δημόσια μιαν ακόλαστη πράξη κατά τρόπο και σε χρόνο τέτοιο ώστε να μπορεί να τήν παρακολουθήσει ένας αριθμός ατόμων άμεσα και χωρίς να καταβάλει ειδική προσπάθεια
μσν.-αρχ.
μτφ. πρόσκομμα, εμπόδιο, δυσχέρεια («πέτρα σκανδάλου» — ανυπέρβλητη δυσχέρεια, μεγάλο πρόσκομμα, δύσκολο εμπόδιο, ΚΔ)
αρχ.
παγίδα ή βρόχος που έχει στηθεί από εχθρό («ἔσονται ὑμῑν εἰς παγίδας καὶ εἰς σκάνδαλα καὶ εἰς ἥλους», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με το λατ. scando «ανεβαίνω», καθώς και με το μέσ. ιρλδ. scendit «αυτοί ορμούν», αρχ. ινδ. skandati «πηδώ, χοροπηδώ» (με διαφορετικό φωνηεντισμό από τον ελλ. τ.). Η λ. σκάνδαλον θα πρέπει να δήλωνε αρχικά ένα μακρύ κομμάτι ξύλου, που αποτελούσε είτε εξάρτημα τής παγίδας (πρβλ. σκανδάλη, σκανδάληθρον) είτε σανίδα τών ακροβατών (πρβλ. σκανδαλιστής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, μεταφορικά και κατ' επίδραση κάποιων τ. τής Σημιτικής με τη σημ. «οτιδήποτε γίνεται αφορμή για έριδες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκάνδαλο — σκάνδαλο, το και σκάνταλο, το 1. γεγονός αξιοκατάκριτο που προκαλεί την αγανάκτηση του κοινού: Η υπογραφή αυτής της σύμβασης αποτελεί σκάνδαλο. 2. πράξη ή γεγονός που προκαλεί το κοινό αίσθημα: Αν ξαναπαντρευτείς, θα δημιουργήσεις σκάνδαλο. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Μοντέζ, Λόλα — (Lola Montez, Λίμερικ 1818 – 1861). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιρλανδής χορεύτρια και τυχοδιώκτριας Μαρί Ντολόρες Ροζάνα Γκίλμπερτ (Gilbert). Έκανε μαθήματα χορού στη Σεβίλλη και το 1843 άρχισε περιοδείες, ως χορεύτρια, σε διάφορες ευρωπαϊκές… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”